Οι Άστεγοι Αναβάτες του Παλαιού Φαλήρου ~ ΚΑΛΛΙΘΕΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Οι Άστεγοι Αναβάτες του Παλαιού Φαλήρου

«Να εδώ μένω στο κοντέινερ –κοίτα, εγώ το ‘χω φτιάξει μέσα με τα χεράκια μου. Με ό,τι βρήκα δεξιά και αριστερά και ό,τι μου ‘φεραν δυο, τρεις φίλοι.

Να ‘ναι καλά. Με έσωσαν όταν έμεινα στο δρόμο». Γέρνει πίσω στην λευκή πλαστική καρέκλα και ψαχουλεύει τα χαρτιά του για να ρίξει. Είναι η ώρα της μπιρίμπας στην παραλία του Μπάτη. «Σε λίγο έρχεται και ο Γιώργος. Παλιός αναβάτης κι αυτός, στον ιππόδρομο.

Ποιος να το φανταζόταν ότι θα γερνούσαμε εδώ παρέα», μου λέει ο Τζίμης, «μαστιγώνοντας» το τραπέζι με τα φύλλα του. Από μακρυά παρατηρώ ένα μικροκαμωμένο άντρα να πλησιάζει προς το μέρος μας. Κάθε τόσο σκύβει και μαζεύει ξύλα, τοποθετώντας τα στην αγκαλιά του. Βήχει μανιασμένα. Η υγρασία είναι ανυπόφορη στην παραλία. «Μας έχει τσακίσει...», ακούω τη φωνή του Τζίμη από δίπλα. «Αλλά εντάξει, μια χαρά είμαστε». Ο Τζίμης ανήκει σε εκείνο το ευλογημένο είδος ανθρώπου που τα δεινά του δεν σηκώνουν σκόνη –κι ας βρέθηκε στην έβδομη δεκαετία της ζωής του άστεγος, αδέκαρος και με δεκάδες προβλήματα υγείας. Κατεβάζει μια μεγάλη γουλιά μπύρας, ενώ ο Γιώργος πετάει κάμποσα κομμάτια ξύλου μπροστά στο κοντέινερ. «Θα ανάψουμε εδώ φωτιά σήμερα;», ρωτά. Οι υπόλοιποι σηκώνονται να τον βοηθήσουν.

Ο Τζίμης και ο Γιώργος ζουν κοντά στα τέσσερα χρόνια στο δρόμο –τα περισσότερα εδώ στην παραλία του Μπάτη μέσα σε ξεχασμένα κοντέινερ τα οποία για χρόνια αποτελούσαν τα αποδυτήρια και τις τουαλέτες της πλαζ. Σήμερα, σκουριασμένα και άχρωμα, είναι απλώς τα «σπίτια» των δύο αντρών.

Ο Τζίμης ήταν για 30 χρόνια ιππέας στον ιππόδρομο του Φαλήρου και ο Γιώργος αναβάτης. Τους ρωτώ ποια είναι η διαφορά του ιππέα με τον ανάβατη. «Ο ένας γυμνάζει τα άλογα, τα προετοιμάζει για τις κούρσες και ο δεύτερος τρέχει», μου εξηγεί ο Γιώργος. Έχει κάμποσες νίκες στο ενεργητικό του και μιλά με νοσταλγία για τις φανταχτερές κούρσες του παρελθόντος, τα μεγάλα ντέρμπι και τα άλογα που έτρεχαν σαν δαίμονες.

Το «Ελπιδάκι», ο «Κατακτητής» -του λείπουν οι αγώνες. «Είμαι Βυρωνιώτης γέννημα θρέμμα –στα χρόνια μου ο Βύρωνας είχε πολλούς φίλιππους που κατηφόριζαν και έπαιζαν στον ιππόδρομο. Ένας από αυτούς με πήρε το ’58 μαζί του, όταν ήμουν 14 ετών, για να παρακολουθήσω τις κούρσες. Ήταν ότι πιο εντυπωσιακό είχα δει. Μαγεύτηκα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την έξαψη που αισθανόμουν. Με τον καιρό άρχισα να κατηφορίζω με το ποδήλατο από Βύρωνα στο Φάληρο και να παρακολουθώ τα άλογα και τους αναβάτες. Τους θαύμαζα, ήθελα και εγώ να γίνω ένας από αυτούς. Μεγαλώνοντας πήγα στη σχολή αναβατών -αν και η αλήθεια είναι ότι αυτή τη δουλειά τη μαθαίνεις κρατώντας τη χαίτη του αλόγου μέσα στον ιππόδρομο».

Ο Τζίμης κουνάει το κεφάλι καταφατικά. Ο ίδιος δεν πήγε ποτέ στη σχολή κι όμως ξέρει τα πάντα γύρω από τα άλογα. «Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και ήρθαμε στην Ελλάδα με τη μάνα μου όταν ήμουν οκτώ ετών. Τον πρώτο καιρό μέναμε στα Πετράλωνα –αλλά εγώ ήμουν διάολος, τριγύριζα ασταμάτητα σε όλη την Αθήνα. Μια μέρα έπεσα πάνω σε ένα στάβλο, στην παλιά αγορά στην Πειραιώς. Υπάρχει ακόμα –ερείπιο πια. Ξεκίνησα να κάνω δουλειές του ποδαριού για τον ιδιοκτήτη του. Μου έδινε μια σούστα και έφερνα βόλτες για να μαζεύω τα σάπια από τα χωράφια –καρπούζια, ντομάτες ό,τι θες. Μάζευα και κανά κρεμμύδι, κανά σκόρδο να πάω στο σπίτι.
Η μάνα μου δεν μπορούσε να με θρέψει. Τα βράδια το ‘σκαγα από το σπίτι και έμπαινα κρυφά στο στάβλο, έκλεβα τα άλογο και έτρεχα σαν τρελός στην Πειραιώς μέχρι κάτω τον Ταύρο. Η ζωή μου άλλαξε όταν η συγχωρεμένη η μάνα μου γνώρισε έναν άντρα και αποφάσισε να με κλείσει στο ίδρυμα. Εκεί ήταν δύσκολα –τρώγαμε πολύ ξύλο. Το ‘σκασα μερικές φορές αλλά πάντοτε με έβρισκαν και με ξαναγύριζαν πίσω. Κάθε φορά έτρωγα και περισσότερο ξύλο. Με έκλειναν γυμνό σε ένα δωμάτιο, σαν απομόνωση, για και συμμορφωθώ. Τι να συμμορφωθώ, παιδάκι ήμουν. Τότε ένιωθα ότι μονάχα τα άλογα με καταλάβαιναν. Στα 18 έφυγα από το ίδρυμα και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να γυρέψω δουλειά στο Δέλτα -χάρη σε μια θεία μου, που έμενε στις Τζιτζιφιές».

Ο παλιός ιππόδρομος, στο Δέλτα του Φαλήρου, άνοιξε για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1925 και διέκοψε οριστικά τη λειτουργία του το 2003 –έκτοτε ο Τζίμης εργάστηκε για λίγα χρόνια στο νέο ιππόδρομο στο Μαρκόπουλο, μέχρι τη στιγμή που τον έδιωξαν. «Δεν ξέρεις τι κάνουν στα γέρικα άλογα;», μου λέει. «Οι άνθρωποι δεν έχουν καλύτερη τύχη. Ξεκίνησα να δουλεύω στον ιππόδρομο το ’71 και έπειτα από τόσα χρόνια τελικά κατέληξα στο δρόμο. Γιατί; Γιατί για κάποια χρόνια δεν μου κολλούσαν ένσημα. Τον πρώτο καιρό άστεγος κοιμόμουν για ένα χρόνο στο αυτοκίνητο ενός φίλου και μετά για μερικούς μήνες στα παγκάκια. Το βλέπεις αυτό το μπουφάν;
Έχει φάει παγκάκι. Με έσωσε όμως. Κάποια στιγμή κατέβηκα στον Μπάτη. Στην αρχή κοιμόμουν στην παραλία μέχρι που μια μέρα μπήκα στο κοντέινερ και άρχισα να το φτιάχνω σιγά, σιγά. Παλιά ήταν τουαλέτες». Καθώς με ξεναγεί στα ελάχιστα τετραγωνικά του χώρου, το μάτι μου πέφτει στη ζωγραφιά μιας γυναίκας. «Η Σόνια το ‘κανε αυτό. Μια κοπέλα που ερχόταν παλιά εδώ -είχε και αυτή προβλήματα. Την πρόσεχα, ήταν μικρή. Εγώ δεν ήθελα δικά μου παιδιά. Γι’ αυτό χωρίσαμε και με τη γυναίκα μου». Τον ρωτώ αν έχουν ακόμα επαφές. «Ναι έρχεται καμιά φορά και με βλέπει. Μου λέει να ξαναπαντρευτούμε –για τέτοια είμαστε πια;».

Ο Γιώργος χαμογελά από δίπλα, ενώ τρίβει το πόδι του. Μου εξηγεί ότι «κληρονόμησε» δεκάδες τραυματισμούς κατά τη διάρκεια της καριέρας του. «Και οι δυο έχουμε λάμες στα πόδια, σημάδια σε όλο μας το κορμί, προβλήματα με τη μέση –είναι επίπονη δουλειά. Κι αν σου τύχει ζόρικο άλογο... Μια φορά θυμάμαι είχα πέσει με το κεφάλι στον τοίχο σε μια προπόνηση. Άλλες έφυγα στα κάγελα, έπεσα στην εκκίνηση, κάθε σημάδι μου είναι και μια ιπποδρομιακή ιστορία». «Από θαύμα ζει», προσθέτει ο Τζίμης που ήταν «παρών» τις περισσότερες φορές. Κι εκείνος κουβαλά πολλά χτυπήματα. Σκύβει και μου δείχνει το σημείο που του έβαλαν την πρώτη λάμα.
Τη χτυπά με ρυθμό και μου λέει «Δεν θες να σε κλωτσήσει άλογο». «Δεν θέλω Τζίμη», παραδέχομαι. Στο μεταξύ, ο Γιώργος προσφέρεται να μου δείξει το δικό του «σπίτι». «Δεν έχω και πολλά πράγματα μέσα», λέει γελώντας. «Ευτυχώς δηλαδή, γιατί δεν χρειάζεται να τα επισκευάζω όταν χαλάνε». Καθώς πέφτει η νύχτα, οι φίλοι του Γιώργου και του Τζίμη κάνουν ένας, ένας την εμφάνισή τους. Ο Νάσος, ο Γιάννης, ο Μάριος με την ψαριά του, ο Παύλος –κατεβαίνουν συχνά και αράζουν όλοι μαζί στην παραλία. Φέρνουν κανά φαγητό, καμιά μπύρα, ανάβουν φωτιές και συζητούν για ώρες. «Να ‘ναι καλά τα παιδιά, μας βοηθούν.

Ο Μάριος κάνει δυο δουλειές, έχει οικογένεια, αλλά δεν μας ξεχνάει ποτέ. Πάντα θα ‘ρθει να μας δει. Εδώ στην παραλία γνωριστήκαμε», μου λέει ο Τζίμης.

Οι υπόλοιποι λίγο πιο πίσω στήνουν το τραπέζι -η σχάρα τοποθετείται κάτω στην άμμο, όλα είναι έτοιμα να υποδεχθούν την ψαριά του Μάριου. Κάτι χταποδάκια κι ένας ροφός. Ο Γιώργος ασχολείται με τη φωτιά. Καθώς σπάει τα ξύλα από μια παλιά καρέκλα, τον ρωτώ αν του λείπουν τα άλογα. «Αν μου λείπουν λέει. Και τι δεν θα έδινα για να καβαλήσω ξανά. Να κρατήσω μια τελευταία φορά τη χαίτη τους, να σταθώ κουλουριασμένος στην εκκίνηση με όση δύναμη έχω μέσα μου». Στα μάτια του η φωτιά έχει ανάψει ήδη.
πηγή mlagananews.blogspot.gr